- ιερόγραπτος
- ἱερόγραπτος, -ον (Α)ο γραμμένος επάνω ή μέσα στον ναό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -γραπτος (< γραπτός < γράφω), πρβλ. έγ-γραπτος, νεό-γραπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek